|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πολτοποιούμαι? — — ενδοτικότητα — γυαλόχαρτο — καστανόχωμα — αμμούδα — ενοποιός — γλυκόλογος — παραδέχομαι — μαρκούτσι — ψυχαναγκασμός — αντραλίζω — ξεφιτιλίζω — μαμμούδι — μίμος — απελευθερία — μιλιγκράμ — υδρογράφος — ξαπολνιέμαι — βακτήριο — πλειστηρίαση — αψινθάτο — αποτσίγαρο |
|||