Новогреческий словарь
συγκυριότητα
συγκυριότητα
η 1)
совладение
;
2)
права совладельца
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
совладение
? —
συγκυριότητα
как на
(ново)греческом
будет слово
права совладельца
? —
συγκυριότητα
как с
(ново)греческого
переводится слово
συγκυριότητα
? — совладение, права совладельца
#
(ново)греческий словарь
—
φουστανέλλα
—
σκοτωμένος
—
σακχάρινος
—
νυχτώνομαι
—
παιδοφιλία
—
κλοπιμαίος
—
πρόσθετος
—
πριγκιποπούλα
—
αποφατικός
—
γκολφ
—
κιτριά
—
ξαναβάζω
—
γίγλα
—
διαιτητεύω
—
επικουρισμός
—
απονοικοκυρά
—
ξυλοπάσσαλος
—
καγκελλάριος
—
συντροφεύω
—
ρινοπλαστία
—
προϊστορικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,