Новогреческий словарь
εκπλατύνω
εκπλατύνω
(αόρ. εξεπλάτυνα)
расширять
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
расширять
? —
εκπλατύνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκπλατύνω
? — расширять
#
(ново)греческий словарь
—
αξιολογώ
—
βραδύφλεκτος
—
μπατάλικος
—
γατσιάζω
—
βαρύπνι
—
έλλειμμα
—
σμηναρχία
—
κάτεργο
—
εκλεπτοσμένος
—
διαλεύκανση
—
δημοσιογραφία
—
σιγαροποιείο
—
βλέφαρο
—
τεμάχιο
—
φρεσκογυαλισμένος
—
απραγιά
—
ψηλαφίζω
—
απαθής
—
Αγαθόβουλος
—
βύζαμα
—
λογαριάζομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве