εκπλατύνω

формы словаβ
εκπλατύνω
(αόρ. εξεπλάτυνα) расширять



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово расширять? — εκπλατύνω
как с (ново)греческого переводится слово εκπλατύνω? — расширять


τετρακόσιοιπαπισμόςδιαπιδύωμεταφράζωπατσιάμεταλλευτικόςεπίπλευσηαντινομισμόςπρωτοπλασματικόςβούβασινιάλοσπαθίςακατακάθιστοςαστεροφεγγήςχονδρομέταξαστημόνιδραχτύλιευγενέστατοςχαλαζιακόςπριονίδισυμπτύσσω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit