|
(αόρ. εξεπλάτυνα) расширять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расширять? — εκπλατύνω как с (ново)греческого переводится слово εκπλατύνω? — расширять — τετρακόσιοι — παπισμός — διαπιδύω — μεταφράζω — πατσιά — μεταλλευτικός — επίπλευση — αντινομισμός — πρωτοπλασματικός — βούβα — σινιάλο — σπαθίς — ακατακάθιστος — αστεροφεγγής — χονδρομέταξα — στημόνι — δραχτύλι — ευγενέστατος — χαλαζιακός — πριονίδι — συμπτύσσω |
|||