|
(-ακος) ο торф #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово торф? — ποάνθραξ как с (ново)греческого переводится слово ποάνθραξ? — торф — μώλωψ — θημωνιάζω — γεάνθρακος — απολυτισμός — εβραίϊκος — απαλοσίτι — εξέρχομαι — βρυσούλα — σπιθοβόλημα — αλτρουίστρια — αδάμας — ουρώ — ανάγερτος — χαρτένιος — καρδιογραφία — επανατάκτης — κρυστάλλιασμα — υαλοστάσιο — βωλοστροφω — πασσαλίσκος — επαίρομαι |
|||