|
первая часть сложных слов, означающая дикий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дикий? — αγριο- как с (ново)греческого переводится слово αγριο-? — дикий — προλεταριακός — άτυχος — σκαμπό — αρνομάνα — δίδακτρα — διαβοώ — πήκτωμα — ασχημάδα — συνέντευξη — ασημογόμαρο — ελμινθοειδής — αδιαβίβαστος — χαρτοπαιξία — κατακλύζω — μισανοιγμένος — αχυροσκεπής — χαμογέλασμα — ανθόκηπος — κακόβουλα — μισθολόγιο — οροθετικότητα |
|||