|
το альт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово альт? — άλτο как с (ново)греческого переводится слово άλτο? — альт — αλληλομαχία — εργαλειοστάσιο — διακίνηση — πτερό — κλώνος — βρίκιον — θεμελιακός — ύπαιθρος — καλιγωτής — επικοπίδα — ουροποιητικός — προκληροδοτώ — αυξημένος — αφθόνως — εγωτικός — αψιφιά — ή — αχρόνος — μοναστής — κοτυληδονώδης — κακόπραγος |
|||