|
верстать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово верстать? — σελιδοποιώ как с (ново)греческого переводится слово σελιδοποιώ? — верстать — συνοψίζω — μαυροπίπερο — μηλολάνθη — κακοτρώγω — χοάνη — ακακοπέραστος — ατηγάνιστος — ευλογιασμένος — πλάνταγμα — ερπετώδης — ενσώματος — πλουτίζω — ανεπιμιξία — συμπυκνωτής — ηγεμονισμός — χωροθετώ — ευκρίνεια — προεισαγοιγικός — συβαριτικός — ακροσυνάπτω — παροχετευτικός |
|||