|
ο шмель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шмель? — μπούμπουρας как с (ново)греческого переводится слово μπούμπουρας? — шмель — ωϊμένα — μεταλλοειδής — γαλέος — φυτεύω — δασκάλα — σκωρίαση — αλτρουισμός — ηχοαπορροφητικός — μηχανική — στιγμόμετρο — αρμεγός — παρελκόμενο — σπέρματοδόχος — γλοιφός — ασύγκλητος — έφοδος — μαγνησία — αχαλύβωτος — αντιστέκομαι — τσογλανάκι — λιγοτεκνία |
|||