|
ο мед. донор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово донор? — δότης как с (ново)греческого переводится слово δότης? — донор — αναφανδόν — σκυθρωπιάζω — θαυμαστής — ασαφής — Σύρα — ξεβούλωτος — γεάνθρακος — οξικός — μαγνητογράφος — γκρούμ — τεσσαρακοστός — δεξιόχειρας — βουρτσιά — κόμη — ανθορροώ — φίλντισι — μηχανοποιώ — παπυρολογία — βιος — ολοχρονής — βεζιράτο |
|||