|
(-ίδος) η конопляное семя #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово конопляное семя? — κανναβίς как с (ново)греческого переводится слово κανναβίς? — конопляное семя — κύτος — άσφαλτωνω — δύσκολος — αναχωρητής — διασπαραγμός — μασκαρατζίκος — αυτοκατάλυση — επιφυλλιδογράφος — κλέφτικος — καναρινάκι — κηρόπανο — γύφτος — εννοιοκρατία — ενσφράγιση — συγκεκαλυμμένος — Μαία — χαρτομαντεία — ντομπροσύνη — πυρκαϊά — βραχέα — αλευροσκώληξ |
|||