Новогреческий словарь
βαλβίδα
βαλβίδα
η тех., анат.
клапан
;
ασφαλιστική ~ — предохранительный клапан
;
βαλβίδα τής καρδίας — сердечный клапан
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
клапан
? —
βαλβίδα
как с
(ново)греческого
переводится слово
βαλβίδα
? — клапан
#
(ново)греческий словарь
—
κυνοδρομία
—
αναμάζωξη
—
σκονίζω
—
μεταρσίωση
—
αιματοθεραπεία
—
εκπολιορκώ
—
καλομεταχείρισμα
—
απροθυμία
—
φαγεδαινικός
—
φωσφορώδης
—
στολίστρα
—
ξεκάρδισμα
—
ανθρακαποθήκη
—
γυροτρίγυρα
—
γοναταριά
—
θειαφιστήρι
—
ευκολόπιαστος
—
γομάρι
—
καταδυνάστευση
—
κυμβαλιστής
—
ποινικοποιούμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве