Новогреческий словарь
αθήλαστος
αθήλαστ|ος
не вскормленный грудью
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
не вскормленный грудью
? —
αθήλαστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αθήλαστος
? — не вскормленный грудью
#
(ново)греческий словарь
—
ετεροεθνής
—
προκαθορίζω
—
αχάραγος
—
ενωματάρχης
—
μελτεμάκι
—
πλαστελίνη
—
ανταιτιώμαι
—
μαγχεστριανός
—
νογάω
—
μέγγενα
—
κυβερνήτρα
—
ενθουσιαστικός
—
τολμηρά
—
αχηβάδα
—
στειρώ
—
πριμάτος
—
κολπωτός
—
επάλειμμα
—
κατωτέρω
—
ανομοιώνω
—
αυγουλού
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,