|
το дилемма; βρίσκομαι πρό διλήμματος или βρίσκομαι σέ ~ — оказаться перед дилеммой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дилемма? — δίλημμα как с (ново)греческого переводится слово δίλημμα? — дилемма — ιστολόγος — έκτη — λασπάς — κολλητήρι — εντοιχισμός — κάλπισσα — εργοτίνη — λασπονέρι — ουκρανικός — συγκρατημένα — ασχημάντρας — νεκροφόρος — φταίχτρα — ιματιοφυλάκιο — ρητά — μηλίτσα — αποκυλιέμαι — δαφνωτός — υπερώιος — ουμανισμός — δέηση |
|||