Новогреческий словарь
εντατικοποιούμαι
εντατικοποιούμαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εντατικοποιούμαι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
χαμηλόπρυμος
—
σκοταδισμός
—
άψαχνος
—
κλεισμένος
—
ξυλαρμογή
—
ηχογράφία
—
εμπροστέλλα
—
καταχαλνάω
—
αγροικία
—
σάζι
—
αποστάθμιση
—
τράστ
—
παθολογικός
—
νεκρόπολη
—
οπώρα
—
προσαρμόζομαι
—
πιθανότητα
—
αυθόρμητος
—
αναμονή
—
ορθοδοξία
—
φτυαριά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве