|
ο шпинель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шпинель? — σπινέλ(λ)ιο как с (ново)греческого переводится слово σπινέλ(λ)ιο? — шпинель — χουσμέτι — εντοιχισμός — απροκάλυπτος — ψωροφθαλμία — αγριάνηθο — κουράζομαι — χορογράφος — καλαμωτό — επισύναψη — προηγουμένως — μαστροπός — γάστρα — γλιστεράδα — ταυτολογώ — διθυραμβώδης — πολύλογος — κολοκάτσι — χασομερώ — αποσελλώνω — ξεγίνομαι — ψυχογενετικός |
|||