|
(αόρ. απέπνευσα) испускать, издавать (запах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово испускать? — αποπνέω как на (ново)греческом будет слово издавать? — αποπνέω как с (ново)греческого переводится слово αποπνέω? — испускать, издавать — αυτοτύφλωση — επανωκαμήλαυκον — θαματουργός — διηγηματογραφία — βετεράνος — φιούμπα — κυστεοσκόπηση — ισοσταθμίζω — αφυλάκωτος — σελιδούλα — διαφύλαξη — άλογο — μυστρίζω — κυτταρογενετιστής — ιερωσύνη — θάνατος — ανάκουος — άδυτος — σκουλήκι — αναψυκτικός — εξομάλιση |
|||