|
το 1) часы; 2) счётчик (газовый, электрический и т. п.) === πάει ~ — быть исправным; работать ритмично(__,__) как часы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово часы? — ρολόγϊ как на (ново)греческом будет слово счётчик? — ρολόγϊ как с (ново)греческого переводится слово ρολόγϊ? — часы, счётчик — ψιλορώτημα — βολετός — κογχύλη — αρρωστάω — όριο — ταχυμετρικός — αναξιοπαθών — καφεζαχαροπλαστείο — επικυριαρχικός — Αρωμούνος — ανόσιος — πετρογένεση — ευθυμογραφία — σαπωνοποίηση — αδιαβροχοποίηση — μπηχτή — παρόδιος — γαλακτοβιομηχανία — ερυθρόχρυσος — αιμοπότης — εγγραυλίς |
|||