|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αγάλλιασμα? — — εξώρας — χρωμοφωτογραφία — κανακάρικο — μπρέ — απανωτός — μαζεμένος — αβέβαιος — αυτοαγωγή — εταίρα — καρυδόφλουδα — χθαμαλός — νεφελόμετρο — πνιγός — δημοψήφισμα — ρετιρέ — εστιάδα — οινοσκόπιο — Ο — μασσέζ — άρνα — διατράνωσις |
|||