|
неповторимый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неповторимый? — ανεπανάληπτος как с (ново)греческого переводится слово ανεπανάληπτος? — неповторимый — κρυσταλλικότητα — καρβονάρος — πιτσιλιστός — καταρραχιά — ασπροσίτι — αφρομανώ — μείγμα — αδερφομεράδι — εκτελεστής — παρευρίσκομαι — επαίρομαι — γεροφλεμής — καραβοτσάκισμα — αυτονομούμαι — προικοδότης — στοπάρω — αδιάτομος — φρίζα — αγραβανί — απώτερος — επιτειχίζω |
|||