|
мор. крениться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крениться? — τοιχίζω как с (ново)греческого переводится слово τοιχίζω? — крениться — υλοποίηση — ενθουσιάζω — γλύπτρια — συνεννοούμαι — βαρβαριστί — αντίστιξη — αφιλομαθία — διαπλατύνω — μήτε — Αυστρία — παραγέμισμα — αλλαξοπιστία — αυθεντικός — σκεπάρνι — μπανέλλα — αζιμουθιακός — φιάλη — σώφρων — πρωτοτοκία — μηδενιστικός — ανυψωτήρας |
|||