|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ιντριγκάρω? — — μπουκέτο — επισφραγιστικός — εκπαρθένεση — άσμιχτος — μαζαλίζω — επισπαστήρ — επιτιθέμενος — αναρριπιστήρας — μετάγω — φρενιασμένος — απολυτοκρατία — απορροφητικός — σαγματοπώλης — νέμα — τυπώνω — μετεωροσκοπικός — συντείνω — ακούρευτος — φλέγμα — ανακαθαρίζω — γλιδερός |
|||