|
примирительный; ~ές προσπάθειες — попытки к примирению #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово примирительный? — συμφιλιωτικός как с (ново)греческого переводится слово συμφιλιωτικός? — примирительный — αμοιβάδα — κατακοκκινίζω — ξεβρωμίζω — αντισταθμιστικός — βοτίλια — ολοκληρωτισμός — δεκάστυλος — κατακύλιση — όραση — πρηνής — γυμνασιοκόριτσο — επαγγελματισμός — μεροφάγι — τροχιόδρομος — αστίλβωτος — πτυχωτός — αναίδεια — λεύκωμα — ερυγή — ακταίος — θλιβερός |
|||