|
το часовня; церквушка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово часовня? — ερημόκκλησο как на (ново)греческом будет слово церквушка? — ερημόκκλησο как с (ново)греческого переводится слово ερημόκκλησο? — часовня, церквушка — φακή — χαρτοπαίκτις — μπατσάκι — τσιουκανίζω — λαμπρεύω — ανισομερής — βουλιθιά — ομοούσιος — εκτυφλώνω — κυψελίς — σπέρνω — αβελτερία — λαδοκούμαρο — αργατικό — μαόνι — ξένο — αργιλωρυχείο — μεμπτός — υπερβασία — ενεμήθην — σαπωνοποίηση |
|||