|
уменьшаться, смягчаться, ослабевать; ~στηκε ο πόνος — боль утихла; ~στηκε η ζέστη — жара спала; ~στηκε ο ζήλος του — [phrase]его усердие ослабло[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уменьшаться? — μετριάζομαι как на (ново)греческом будет слово смягчаться? — μετριάζομαι как на (ново)греческом будет слово ослабевать? — μετριάζομαι как с (ново)греческого переводится слово μετριάζομαι? — уменьшаться, смягчаться, ослабевать — μοναρχικά — αστικοποιούμαι — ορχεκτομία — θολερότητα — στούμπωμα — άκοπος — φτισιά — αγρόπολη — έκχωμα — στρόφιγγος — βουρλισμένος — αρχετυπικός — υποδόρια — τριβείο — ανεδαφικότητα — δεκαοκταπλάσιος — άστοχος — επειγόντως — οικογενειακότητα — λουλουδιάζω — καπνοπαραγωγή |
|||