|
ο толстенький, толстоватый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово толстенький? — χοντρούλικος как на (ново)греческом будет слово толстоватый? — χοντρούλικος как с (ново)греческого переводится слово χοντρούλικος? — толстенький, толстоватый — υπογλυκαιμία — εξαμερικανισμός — ντιστεγκές — ανεμοσάλεμα — παραμένω — πά — αγρολήπτης — σώτρο — δακρυσμένος — κορφούλα — ρήγαινα — πολυτοκία — κρασοκατάνυξη — λειβαδότοπος — σκουρόχρωμος — παράσημο — επιγαμία — ακριβοζυγιάζω — λιθοθρυψία — αβούλλωτος — επινεφρίδιος |
|||