|
η 1) большой сухарь; 2) проститутка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово большой сухарь? — παξιμάδα как на (ново)греческом будет слово проститутка? — παξιμάδα как с (ново)греческого переводится слово παξιμάδα? — большой сухарь, проститутка — αλογοσκούφης — δυσλεκτικός — ρέκασμα — βάδην — ιταλιωτικός — προσπελάζοντες — θαυμάσια — αιμωδιάζω — εξασθένηση — φαλαγγίτης — βασάλτης — ετσιθελικά — οργανογένεση — μυώδης — εκτίνω — κατάφορτος — μερσίνι — σταδιόμετρο — λουθηρανικός — τσιμπλιάρης — νατουραλιστής |
|||