|
ο дубильная кора #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дубильная кора? — πίτυκος как с (ново)греческого переводится слово πίτυκος? — дубильная кора — μπακιρικά — δείπνο — ασυστηματοποίητος — ξενυχιάζω — έλευση — γηρασμός — αβροέπεια — δαντελλάδικο — εξαέτιδα — αραξιά — βιασύνη — μόνιασμα — ξαράχνιασμα — ανταγορεύω — σκιά — ψυχίτσα — οξύφωνος — μπαρκάρισμα — έγκαυμα — αυτολοίμωξη — αλεύρωμα |
|||