|
η 1) устрица; 2) ниша (в стене дома) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово устрица? — αχηβάδα как на (ново)греческом будет слово ниша? — αχηβάδα как с (ново)греческого переводится слово αχηβάδα? — устрица, ниша — κροκάλη — καρπωτής — ξέσμα — γεώμηλον — ταίς — ακοντιστής — επιστεφανώνω — ελαιουργία — αυτομαγνήτισμός — πέρσι — επιτιμήτρια — φωτογράφημα — ευκολόβραστος — περίπτερο — ακίνητο — βασιλομήτωρ — σκύτινος — πνιγμονή — ανακρίβεια — προμηθευτικός — πηλοπλαστικός |
|||