ανατρομάζω

формы словаβ
ανατρομάζω
(αόρ. ανατρόμαξα) 1. пугать;

2. пугаться



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово пугать? — ανατρομάζω
как на (ново)греческом будет слово пугаться? — ανατρομάζω
как с (ново)греческого переводится слово ανατρομάζω? — пугать, пугаться


αμλετικόςαποξεκάνωδιεκπεραίωσηξάναμμαρυτίδωσηαναφωνήτριακλούβιοςστοφυλοκοκκίασηποριστικόςτριάκοντασυμπιεστικόςκανάκεμααναμιμνήσκομαιλαθροθηρίαανθρακόκονηλαμπάδιασμααναζώνωαντισφαιρίστριαφυλλωσιάσύντομοςπίναξ




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit