|
(αόρ. ανατρόμαξα) 1. пугать; 2. пугаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пугать? — ανατρομάζω как на (ново)греческом будет слово пугаться? — ανατρομάζω как с (ново)греческого переводится слово ανατρομάζω? — пугать, пугаться — αμλετικός — αποξεκάνω — διεκπεραίωση — ξάναμμα — ρυτίδωση — αναφωνήτρια — κλούβιος — στοφυλοκοκκίαση — ποριστικός — τριάκοντα — συμπιεστικός — κανάκεμα — αναμιμνήσκομαι — λαθροθηρία — ανθρακόκονη — λαμπάδιασμα — αναζώνω — αντισφαιρίστρια — φυλλωσιά — σύντομος — πίναξ |
|||