|
ο картон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово картон? — μουκαβάς как с (ново)греческого переводится слово μουκαβάς? — картон — αποκαρδιωτικά — αδαμαντοπώλης — ασαφήνιστος — γουρουνοτόμαρο — κοντόκορμος — συνομιλητής — φανειά — αγγλιστί — ερειπώνομαι — μεγαλώνοντας — υπόσχομαι — αμβλύς — τσαμπουκαλίδικα — πρασόφυλλο — μαχαιράς — αποστραγγιστήρας — σμηγματόρροια — καταπτόηση — μιτάρισμα — αμβλυωπικός — γκιαούρ |
|||