διαβόλογυναίκα

формы словаβ
διαβόλογυναίκα
η чертовка (тж. о женщине)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово чертовка? — διαβόλογυναίκα
как с (ново)греческого переводится слово διαβόλογυναίκα? — чертовка


μαυρομουργιάαιθερομανίαατοίμαστοςαυτοπεψίασκυθρωπασμένοςακούρδιστοςαποχοίρωσημαδώλοξοκοίταγμαμπαχτσέςδιαπυνθάνομαιμετανιώνωαψιδοστάτηςπύρεξιςιερακοτροφίατραγικοκωμικόςκοραλένιοςαπαιτητικόςαποδιαλέγικαταδολιευτικόςθαλαμίσκος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit