|
курлыкать (о журавлях) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово курлыкать? — γραυγίζω как с (ново)греческого переводится слово γραυγίζω? — курлыкать — τυφοειδής — γλυκανθής — μετανιώνω — μολδαυικός — αίγαγρος — μικροργανισμός — ορολογικός — αλαργωπός — παραλογίζομαι — φτώχεμα — μπομπή — συγύριο — θησαυρός — ολπίζω — παιανίζω — σοφιστική — αυτουδά — διαλέγω — ποταπότητα — εξελέγχω — απόπαιδο |
|||