|
хим. селен #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово селен? — σελήνιο как с (ново)греческого переводится слово σελήνιο? — селен — λόρδωση — αποσπερίτης — διακοφτός — φουχτίζω — αποθηκούλα — ψυχονεύρωση — απόλυτα — πετροβολώ — βλυσίδι — ενεπήχθην — επηρεάζω — αντηλιά — αλαφρά — ποδηλάτισσα — ιστορικό — σχηματοποίηση — ξυλάγκαθο — αμφιθάλασσος — επίξεσις — σκαρώνω — πολυθόρυβος |
|||