|
одевать (кого-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одевать? — φοραίνω как с (ново)греческого переводится слово φοραίνω? — одевать — αξόνι — αρχαιοσολία — βαλανοειδής — αροτήρας — γυροτριγυρίζω — φρεναδόρος — αφόρετος — σανσκριτικός — κεραμευτικός — ανεπιστήμων — αναπόταμα — έπαινος — παραωριμάζω — εκτροχίαση — καλός — κοιλάς — πυρηνελαιουργία — αδελφούμαι — ανάβολος — λογικεύω — υδρώπικας |
|||