|
το 1) поздний ягнёнок; 2) простак, дурак; τόν βρήκε (έπιασε) ~! — [phrase]нашёл дурака![/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поздний ягнёнок? — ψιμάρνι как на (ново)греческом будет слово простак? — ψιμάρνι как на (ново)греческом будет слово дурак? — ψιμάρνι как с (ново)греческого переводится слово ψιμάρνι? — поздний ягнёнок, простак, дурак — ιστοθέτηση — αγκάλιασμα — κυλίω — διαβολάνθρωπος — ξεσέλλωτος — δηκτικός — ανοηταίνω — αχιόνιστος — ζεύγλη — γόος — ευχητικός — σολομωνική — μαραθόσπορος — σαλάγισμα — κυριολεκτικά — αντίχτυπος — αραποφάσουλα — σπιρτάδα — ψουνίζω — βαναυσούργία — ψευδοεπιστημονικός |
|||