|
спасаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спасаться? — αποσώζομαι как с (ново)греческого переводится слово αποσώζομαι? — спасаться — ολόψυχα — αγγλοφέρνω — αποθησαυρισμός — καταπονω — εθνολάτρης — πληκτροφόρο — βαυκαλίζω — γραφομαντεία — πικρόγλυκος — καταγγελία — απολλοτριωτός — παρεισαγωγή — ξαρρωστώ — τσάμπουρο — θείο — διάταξη — δικανίκο — πολλαπλάσιο — μπριλλαντίνη — κιτρινίλα — ψυχρός |
|||