|
спасаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спасаться? — αποσώζομαι как с (ново)греческого переводится слово αποσώζομαι? — спасаться — τευτονικός — αμισθοδότητος — ξεκουράζομαι — σάττω — γλυκοτραγουδώ — καλομάθητος — έμμετρος — αποκαθαρίδι — αναγωγικός — αλληλοσφαγία — δασκαλάκος — ατσιγγαναρειό — απόξεστρον — απρόθετος — κοκκωτός — βρεφοζυγός — τρελέγκω — γυαλωσύνη — εμποροπανήγυρη — συνοπτικός — βουτυρωμένος |
|||