|
η парапет, перила (набережной) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово парапет? — ερκόνη как на (ново)греческом будет слово перила? — ερκόνη как с (ново)греческого переводится слово ερκόνη? — парапет, перила — βέντο — βουτυρόγαλα — μερίζω — πιπεριέρα — κουκούλλι — κατασκεπαστός — όρθιος — αγιασμός — μικροσεισμοί — χημιοσύνθεση — συλβία — εκτυλίσσω — αρχετυπία — ασύστατο — στραβόξυλο — κοιλόπονος — ατοκία — πορηνοειδής — αλωνιστικά — βατράχένιος — παρόνομα |
|||