|
το 1) помощь при родах; 2) роды #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово помощь при родах? — ξεγέννημα как на (ново)греческом будет слово роды? — ξεγέννημα как с (ново)греческого переводится слово ξεγέννημα? — помощь при родах, роды — διεθνικός — ολόφρεσκος — ανέκδοτος — Μαυρογένους — ατύχημα — πειθαρχώ — ημέρευμα — προΐστιο — αποστακτικός — ευχάριστα — εξηγώ — μονόφυλλος — απόβρασμα — αποδελτιώνω — τσαχπινιά — προσεπικύρωση — Θεοτόκος — μέλας — αμβλυωπία — χριστιανοσύνη — ενσταύλιση |
|||