|
ο бархат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бархат? — κατιφές как с (ново)греческого переводится слово κατιφές? — бархат — αλήστευτος — λησμοβότανο — σταχολογώ — συμπίνω — ακάπνιστος — εξωραΐζω — λούκρα — αποσκευή — εξομώνω — επιτηδεύω — πανηγύρι — ψυλλοβότανο — φωταψία — σαμαρώνω — άλατα — ανθόμελο — άρριπτος — παντόρφανος — καμωματαρού — αρρενοπρεπής — αφρισμένος |
|||