|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βιοποριστικά? — — αγκράφα — αγαθούλης — μπαταλαμάς — ταλαντευτικός — σκοτίζομαι — ξεστρώνω — σωληνώδης — αναφάντης — γιγαντόκορμος — καταπιεστικά — γεροηλιάκας — κερκοφόρος — χωρεπίσκοπος — πούστης — παρεγκεφαλίδα — προϋπόθεση — καλοζυγιάζω — κύρωση — απολυτοσκούτι — υπερβαίνω — προστριβή |
|||