|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αποσκοπώντας? — — ξεκούραστος — οινοβαρής — ανωδομή — αντισηψία — απογαλάκτισμος — ειμή — αντιπλέκω — ανασκελάς — πάλιωμα — αριθμίζω — δίφανος — καρούλι — γρυλλίζω — πρότακτος — επιμήθεια — σιμίτι — κορδελλιάζω — εξαιτίας — διακόσια — λιποτακτώ — σκιάς |
|||