αποσκοπώντας

формы словаβ
αποσκοπώντας



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αποσκοπώντας? —


ξεκούραστοςοινοβαρήςανωδομήαντισηψίααπογαλάκτισμοςειμήαντιπλέκωανασκελάςπάλιωμααριθμίζωδίφανοςκαρούλιγρυλλίζωπρότακτοςεπιμήθειασιμίτικορδελλιάζωεξαιτίαςδιακόσιαλιποτακτώσκιάς




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit