|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εργοδότρια? — — αριστείο — καμπανίτης — καρατάρω — αναδάσωση — αναχορηγήτρια — ντοκουμεντάρομαι — κέρβερος — ξανεμίζω — μαλλιαρίζω — θήλασμα — πολυκοσμία — κρετίνος — παλαίβω — αποκρυσταλλωμένος — εύψυχος — μονάφτης — επείπον — σπονδυλωτός — γλιγλίζω — άμποτες — διορυγή |
|||