|
лечить подручными средствами; ~ομαι — лечиться подручными средствами #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лечить подручными средствами? — γιατροπορεύω как с (ново)греческого переводится слово γιατροπορεύω? — лечить подручными средствами — αμλετισμός — γενναιοπρεπής — απολογιούμαι — ψευδόστομα — ξεστρίβομαι — διαμφισβήτηση — θεοτούμπης — ανάκυρτος — κρασοπότης — λαιμά — αποθηκευτικός — γανίλα — αρτύω — αθέρμαντος — παινούμαι — ταυτολόγος — απορία — απελευθερώνω — κρυοπάγημα — στοίβα — εντομολογία |
|||