επίκοιν|ος

формы словаβ
επίκοιν|ος
1) общин;
2) грам. :
          ~α ονόματα — имена существительные обоюдного рода, эпицен



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово общин? — επίκοινος
как с (ново)греческого переводится слово επίκοινος? — общин


αντωθούμαιξελαγαρισμένοςλασπάςαλληλογραφίαπολυθεϊστικόςκαταβόθραθρηνητικόςκοραλλιοθήραςξηλώνωαναμεταδίδωτσάντααφεντοσύνηανεπιτήδευτοςημερομίσθιοςπτυελοδοχείοκακολογίαραδιοτεχνίτηςπυελοθρόμβωσηαμμοχαλικόστρωτοςμάλε-βράσεσκιτζής




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit