|
1) общин; 2) грам. : ~α ονόματα — имена существительные обоюдного рода, эпицен #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово общин? — επίκοινος как с (ново)греческого переводится слово επίκοινος? — общин — αντωθούμαι — ξελαγαρισμένος — λασπάς — αλληλογραφία — πολυθεϊστικός — καταβόθρα — θρηνητικός — κοραλλιοθήρας — ξηλώνω — αναμεταδίδω — τσάντα — αφεντοσύνη — ανεπιτήδευτος — ημερομίσθιος — πτυελοδοχείο — κακολογία — ραδιοτεχνίτης — πυελοθρόμβωση — αμμοχαλικόστρωτος — μάλε-βράσε — σκιτζής |
|||