|
(-ιγγος) η щетина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово щетина? — σμήριγξ как с (ново)греческого переводится слово σμήριγξ? — щетина — λιθογλύφος — αδηφαγία — μυθολογικός — οριζοντιώνω — προμηνάω — ανθρωπολόγος — προσπάθεια — αρχαϊστικός — νομικός — κοκκινιά — λυκίσκος — θεσσαλικός — ολικός — λεξιλογικός — κατάσκιος — απορροφητικότητα — δασίλα — ακριανός — ποώδης — απονέθω — τραχειοβρογχοσκόπηση |
|||