|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οργανίδιο? — — φυλλοβολώ — δεκαοκτώ — διαστρεβλώτρια — προσφυγόπουλο — νερομπούλι — Μεγαλοβδόμαδο — απαρέγκλιτα — καλοζωισμένος — αδιάκοπος — έσοξ — στέρηση — διαταράττω — χορταρένιος — εκκαθαριστής — επίκυρτος — μεταλαβαίνω — ημιπίθηκος — καθισματάκι — μεσόστεος — δασύσκιος — πρωτουργός |
|||