|
драматургический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово драматургический? — δραματολογικός как с (ново)греческого переводится слово δραματολογικός? — драматургический — ποικίλος — από — κοντολογώ — αδενικός — εργοστασιάρχης — τριακόσια — γύμνασμα — λαμπρότητα — φαινολογία — διέκρους — γεφυρωμένος — πασίχαρος — στυπτικός — αποπατω — τραβηγμένος — αχλαδέα — τροχαία — ιδιωφελής — βραβεύομαι — πορτοκαλής — εγωλάτρης |
|||