|
ο торговец солью #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово торговец солью? — αλατοπώλης как с (ново)греческого переводится слово αλατοπώλης? — торговец солью — χαριτωμένος — ανεντρόπιαστος — ιδεοκράτης — επίσης — εκκοκκισμός — δοκησίσοφος — θεοσέβεια — φυσικοθεραπεύτρια — βούλωμα — ακλινής — επιλοχίας — πετρελαιοκινητήρας — προσπελάσιμος — εκπομπή — κατσαρίδα — μεγαλοσύνη — ταννίνη — σκύψιμο — αναξιόχρεος — απειροστό — εκτιμητικο |
|||