|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πειθήνια? — — μουρόφυλλο — εστίαση — δεκατετραετία — οδοιπορικό — μυστικά — φαρμάκι — φλόγωση — Θεογεννήτωρ — πολυτεντώνω — οχτακοσαριά — ομοτράπεζος — κιγκλιδωτός — ανάκαψη — χρόνιος — αναξιοπαθών — χρεόλυτρο — μελανισμός — σταυροκόπι — υποκρούω — οφειλετικός — αναποφάσιστον |
|||