Новогреческий словарь
σιδηρίτης
σιδηρίτης
ο
углеродистое железо
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
углеродистое железо
? —
σιδηρίτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
σιδηρίτης
? — углеродистое железо
#
(ново)греческий словарь
—
παστοκύδωνο
—
φουκαρού
—
προπηλάκισμός
—
ακαταλόγιστο
—
δεκαοκταετία
—
ευγονική
—
πρόστησις
—
χρυσορράπτρια
—
ξενοδοχοϋπάλληλος
—
χειροβομβιστής
—
καταψύχομαι
—
βουλκανισμένος
—
ασκέπαστος
—
βεβαιότητα
—
προληπτικός
—
ασύμπλεκτος
—
φλεβίζω
—
φυγομαχία
—
αρμάδα
—
πρόσφυμα
—
βυνοποίηση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω